νημερτής

νημερτής
-ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, -ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες)
ζωολ. οι νημερτίνοι
αρχ.
1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής», Ομ. Οδ.)
2. (για λόγια ή για πράγματα) αληθινός, σωστός («εἰ δ', ἄγε μοι δμωαί, νημερτέα μυθήσασθε», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «νημερτὴς βουλή» — απόφαση η οποία αναπόφευκτα θα εκπληρωθεί Ομ. Οδ.)
4. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) νημερτές, νημερτέα
αληθινά, σωστά.
επίρρ...
νημερτέως (Α)
ιων. τ. με νημερτή τρόπο, αληθινά, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + θ. (α)μερ- τού ἁμαρτάνω*. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nemertea < Νημερτής, όν. μιας Νηρηίδας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νημερτής — unerring fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημερτής — unerring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημερτῆ — νημερτής unerring neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νημερτής unerring masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νημερτής unerring masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νημερτεῖς — Νημερτής unerring fem acc pl Νημερτής unerring fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημερτεῖς — νημερτής unerring masc/fem acc pl νημερτής unerring masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νημερτῆ — Νημερτής unerring fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Νημερτής unerring fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημερτέα — νημερτής unerring neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νημερτής unerring masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημερτές — νημερτής unerring masc/fem voc sg νημερτής unerring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νημερτοῦς — Νημερτής unerring fem gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νημερτοῦς — νημερτής unerring masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”